Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ές και δαπάνες

См. также в других словарях:

  • δημόσιες δαπάνες — Τα ποσά που δαπανά το κράτος στα πλαίσια της δημοσιονομικής του δραστηριότητας για την υλοποίηση των σκοπών του. Τα ποσά αυτά αποκτώνται κυρίως από τους φόρους που επιβάλλει το κράτος στους πολίτες. Για τη συμπλήρωσή τους ανατρέχει και σε άλλες… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • χαριστικός — ή, ό / χαριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [χαρίζω, ομαι] νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται ή δίνεται για εξυπηρέτηση ή για ευχαρίστηση κάποιου 2. συνεκδ. μεροληπτικός 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα χαριστικά χρηματικό φιλοδώρημα που δίνεται από τον χορευτή… …   Dictionary of Greek

  • ανάλογος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει αναλογία με κάτι, αντίστοιχος, συμμετρικός: Τα έξοδά του δεν είναι ανάλογα με τα έσοδά του. 2. (μαθημ.), «ποσά ανάλογα» λέγονται εκείνα στα οποία ο πολλαπλασιασμός του ενός με κάποιον αριθμό συνεπάγεται τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… …   Dictionary of Greek

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • πληρωμή — και πλερωμή, η, Ν [πληρώνω / πλερώνω] 1. η καταβολή αντιτίμου, η καταβολή τής αξίας αγοραζόμενου πράγματος 2. η καταβολή χρηματικού ποσού για παραχθείσα εργασία ή προσφερθείσα υπηρεσία, αμοιβή 3. η επιστροφή οφειλόμενων χρημάτων, εξόφληση χρέους… …   Dictionary of Greek

  • μαζεύω — και μαζεύγω (Μ μαζεύω) 1. συναθροίζω, συλλέγω (α. «μια μέρα τήν εκοίταξε που εμάζευε λουλούδια», Κρυστ. β. «μαζεύει παλαιά γραμματόσημα») 2. συγκεντρώνω («μάζεψαν πολύ κόσμο») 3. εισπράττω («βγήκε πάλι να μαζέψει τα ενοίκια») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • αλαφραίνω — (και αλαφραίνω και αλαφρύνω) 1. κάνω κάτι ελαφρό μειώνοντας το βάρος ή ανακουφίζω κάποιον από το βάρος 2. ανακουφίζω κάποιον από θλίψη, κόπους, δαπάνες κ.λπ. 3. (για ασθένεια ή πυρετό) γίνομαι ηπιότερος 4. συμπεριφέρομαι με ελαφρότητα, ανόητα 5.… …   Dictionary of Greek

  • ελαφρώνω — και αλαφρώνω (AM ἀλαφρῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι ελαφρότερο με μείωση τού βάρους του 2. (για κλινοσκεπάσματα και ενδύματα) αφαιρώ για να ζεσταίνομαι λιγότερο νεοελλ. 1. (για ασθένεια) καθιστώ λιγότερο ενοχλητική ή επικίνδυνη 2. ανακουφίζω από θλίψη,… …   Dictionary of Greek

  • καταξοδεύω — και καταξοδιάζω 1. (ενεργ. και μεσ.) κάνω υπερβολικές δαπάνες, ξοδεύω αφειδώς, σπαταλώ («καταξοδεύει την περιουσία του στα ταξίδια») 2. βάζω κάποιον σε πολλά έξοδα («μέ καταξόδεψε με τις απαιτήσεις του αυτό το παιδί») …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»